- μεταγλώσσα
- η(γλωσσ.-λογ.-πληροφ.) σύστημα σημείων, συμβόλων και λέξεων που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια γλώσσα φυσική, τυπική ή γλώσσα υπολογιστή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταγλωσσικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταγλώσσα … Dictionary of Greek
μεταγλωσσολογία — η γλωσσ. ο τομέας τής γλωσσικής επιστήμης ο οποίος έχει ως αντικείμενο μελέτης τη μεταγλώσσα … Dictionary of Greek